πυρσίτης

πυρσίτης
(I)
ὁ, Α
πυρσευτής*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλ-ίτης)].
————————
(II)
ὁ, Α
αυτός που έχει κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (II), δωρ. τ. τού πυρρός «ερυθρός» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πιτυρ-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”